- κηραίνουσι
- κηραίνωharmpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)κηραίνωharmpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηραίνουσ' — κηραίνουσα , κηραίνω harm pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κηραίνουσι , κηραίνω harm pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κηραίνουσι , κηραίνω harm pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κηραίνουσαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηραίνω — (I) κηραίνω (Α) [κήρ (I)] 1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» θηρία και άνθρωποι τό βλάπτουν, Αισχύλ.) 2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες. (II) κηραίνω (Α) [κηρ (II)] 1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές… … Dictionary of Greek